κοιογενής

κοιογενής
κοιογενής, -ές, θηλ. και κοιογένεια (Α)
(το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ' ἁ κοιογενὴς ὁπότ' ὠδίνεσσι θύοισ' ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο-γενής, καδμο-γενής. Ο τ. κοιογένεια < κοιογενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κοιογενής — born of Coios masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοιηίς — Κοιηΐς, ΐδος, ἡ (Α) Κοιογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κοῖος, όν. ενός τιτάνα] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”